ἐπιτηδεότατα

ἐπιτηδεότατα
ἐπιτήδειος
made for an end
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἐπιτηδεοτάτας — ἐπιτηδεοτάτᾱς , ἐπιτήδειος made for an end fem acc pl ἐπιτηδεοτάτᾱς , ἐπιτήδειος made for an end fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενηβητήριον — ἐνηβητήριον, το (Α) τόπος διασκέδασης, αναψυχής («καὶ ἵνα πυνθάνοιτο εἶναι ἐνηβητήρια ἐπιτηδεότατα», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ένηβος + τήριον*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”